ψαρότοπος

ψαρότοπος
[псаротопос] ουσ. а. место, изобилующее рыбой,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ψαρότοπος" в других словарях:

  • ψαρότοπος — ο, Ν θαλάσσια περιοχή όπου αλιεύονται πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + τόπος] …   Dictionary of Greek

  • ψαρότοπος — ο μέρος όπου υπάρχουν πολλά ψάρια για ψάρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

  • ψαράς — ο, θηλ. ψαρού, Ν [ψάρι (Ι)] 1. άτομο που ασχολείται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με το ψάρεμα, αλιέας 2. ιχθυοπώλης 3. το θηλ. σύζυγος ψαρά 4. (σπάν.) ψαρότοπος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»